1.
Προχωράς μέσα στην έρημο και ζητάς ένα πηγάδι, μόνο που η έρημος είναι οι γύρω άνθρωποι και το πηγάδι ο φακός που θα διασχίσει το σκοτάδι πάνω από την πόλη. Και τότε, κοιτάς ένα χαμόγελο, και η προσμονή μιας κοινότητας χαράζει πάλι μέσα απ’ την οδύνη.
Για χρόνια έψαχνα να βρω αυτό το χαμόγελο. Κοίταξα κάτω από τα παιδικά σεντόνια, μα βρήκα μόνο αναμνήσεις από όνειρα, και ήθελα να μη θυμάμαι όνειρα όπου η απουσία των χαμόγελων γινότανε σχεδόν ειρωνική. Πήγα στην εξοχή και είναι αλήθεια ότι τα δέντρα με άγγιξαν, αλλά όταν ζήτησα να τα αγγίξω εγώ δεν είχαν μάτια για να τα καθρεφτίσω. Ζήτησα να δανειστώ το λυχνάρι των δασκάλων, μα αυτοί με αντιμετώπισαν σαν τζίνι άτακτο, και αντί να μου ευχηθούν προσπάθησαν εντός του εσώκλειστο να με κρατήσουν. Έψαξα παθιασμένα φίλους, μα αυτοί θυμούνταν μόνο πώς χαμογελάμε στο κεφάλι, όχι το πώς χαμογελάμε μέσα στην καρδιά. Ξεκοκάλισα τις Φιλοσοφίες, τις Τέχνες, τις Θρησκείες. Κι όλες πως ήταν, ένιωσα, με το πρώτο γράμμα μικρό, αντί για κεφαλαίο.
Και το χαμόγελό μου έψαχνε το φεγγάρι να το συντροφέψει. Και το σκοτάδι απλωνότανε μες στην ψυχή μου, και πάνω από τις πόλεις των ανθρώπων…
Μέχρι που βρήκα έναν φακό.
Και λίγο αργότερα έναν δεύτερο. Και έναν τρίτο.
Και τότε σκέφτηκα μήπως το χαμόγελο πάντα υπήρχε και απλώς εγώ, αιώνιος μύωπας, δεν είχα όραση για να το διακρίνω. Οπότε έβαλα μπροστά στο πρόσωπό μου τους φακούς που είχα βρει.
Και βγήκα πάλι μες στην έρημο να το αναζητήσω…
2.
Θυμήθηκα τα λόγια ενός Γερμανού φιλόσοφου και στράφηκα προς τα παιδιά. Ήθελα να τα παρατηρήσω με τον πρώτο μου φακό, να μάθω αν μου ξέφυγε κάποιο από τα χαμόγελά τους τα προηγούμενα χρόνια. Και, όπως περίμενα, είδα ξανά στιγμές σκληρότητας, και φόβου και δακρύων. Ανάμεσα όμως σε αυτές είδα και γέλια ανοιξιάτικα, γεμάτα από την ζέση ενός Απρίλη που φωνάζει: «έλα να παίξουμε μαζί στα κύματα κι εγώ θα σου χαρίσω το ακρογιάλι».
Και ποιος θα άφηνε το σπίτι του, γεμάτο από γλυκά και ζεστές κούκλες, για να παίξει με τα κύματα μέσα στην άνοιξη; Μόνο ένα παιδί.
Οι μεγάλοι το λένε ξεγνοιασιά. Αλλά είναι κάτι βαθύτερο. Είναι το χαμόγελο μπροστά στη δροσιά της ζωής. Είναι οι καθημερινές νέες αποφάσεις ζωής και θανάτου, όπου, όπως λες μια μέρα στους μεγάλους ότι όταν μεγαλώσεις θα γίνεις πιλότος, γιατί αυτή είναι η σημαντικότερη δουλειά του κόσμου και την επόμενη η σημαντικότερη δουλειά έχει γίνει ο υδραυλικός ή η δασκάλα, έτσι και τη μια μέρα η πλήρης, η ολάκερή σου έγνοια είναι να δεις μια φίλη σου και την επόμενη να φτιάξεις ένα κάστρο από ευτελή τουβλάκια. Την πορεία προς ένα αέναο και παράλληλα εναλλασσόμενο φως, αυτό το χαμόγελο βρήκα και θαύμασα στα παιδιά.
Αλλά το σκοτάδι δεν έλεγε να φύγει. Κι εγώ δεν ήμουν πια παιδί. Και έτσι αποφάσισα να συνεχίσω το ταξίδι μου.
3.
Θυμήθηκα το λόγια ενός Γάλλου φιλοσόφου και στράφηκα προς τους ενήλικες. Με ενήλικες είχα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, με ενήλικες κυρίως είχα πονέσει, με ενήλικες είχα κλάψει, ενήλικες είχα ερωτευτεί. Οι ενήλικες καθόριζαν την έρημο της ζωής μου. Ως εκ τούτου, δεν τους είχα πια μεγάλη εμπιστοσύνη. Αποφάσισα να πάρω τον δεύτερο φακό μου για να τους παρατηρήσω πιο αντικειμενικά.
Οι περισσότεροι ήταν όπως τους θυμόμουν. Χαμένοι μέσα στο σκοτάδι που με τύλιγε κι εμένα, συχνά μπροστά σε οθόνες που τους βοηθούσαν κάπως να το απαλύνουν, κάποτε αλαζονικοί, συχνά πικρόχολοι. Είδα όμως, λίγους είναι η αλήθεια, με χαμόγελο, διαφορετικό από αυτό των παιδιών. Σε αυτούς τους ενήλικες και σε αυτό το χαμόγελο στάθηκα λίγο παραπάνω.
Τι κρύβει ένα ενήλικο χαμόγελο; Κρύβει ένα χαμόγελο όχι προς το φως, όπως του παιδιού, αλλά παρά τη δύναμη του σκοταδιού. Ένα χαμόγελο, που νιώθει ότι δεν χρειάζεται πλέον το φως, όσο και αν το πονάει η έλλειψή του, για να υπάρξει και που υπάρχει ολάκερο στο ατύχημα, τον χωρισμό, τη μοναξιά, το θάνατο. Ένα χαμόγελο που φέγγει μπρος στα πάθη και τα βάσανα και των άλλων, εκτός από τα προσωπικά, γιατί αναγνωρίζει ότι όλοι μας βαδίζουμε στην έρημο συνοδοιπόροι και πως ποτέ δεν θα ξεφύγουμε από το σκοτάδι. Ένα χαμόγελο που τους δίνει τη δύναμη, παρά την έρημο, να ζουν.
Όμως εγώ δεν είχα τη δύναμη να αντέξω το σκοτάδι όπως αυτοί οι μεγάλοι. Και το χαμόγελό μου σκοτείνιασε όσο ποτέ πριν. Και, με βαριά καρδιά, αποφάσισα να συνεχίσω για μια τρίτη και τελευταία φορά το ταξίδι μου προς το χαμόγελο.
4.
Και θυμήθηκα τις ζωγραφιές ενός Ιταλού καλλιτέχνη και στράφηκα προς τα πουλιά. Δεν περίμενα να τα δω να χαμογελάνε, άλλωστε το πρόσωπό τους δεν έχει μιμικούς μυς (δύσκολη φράση που έμαθα στα χρόνια των σπουδών μου). Παρόλα αυτά, πήρα τον τρίτο μου φακό και πήγα να τα φωτογραφίσω.
Στην αρχή δεν καταλάβαινα τίποτα. Το μόνο που έκαναν (ή μου φαινόταν ότι έκαναν) ήταν συχνά να κάθονται σε μια φωλιά, συχνά με ταίρι ή με μια οικογένεια, συχνά πολλά μαζί, κάποτε μόνα, συχνά να ψάχνουν για τροφή, με άλλοτε άλλη συχνότητα να πετούν. Σίγουρα πάντως δεν έβλεπα ούτε ένα να χαμογελάει, όσο και αν κοίταζα τα ράμφη τους προσεκτικά. Και μετά, χάρη στον φακό, το είδα.
Πετούσαν, όχι προς τον ουρανό ή κόντρα στην άβυσσο, αλλά ανάμεσα στα δυο. Και το χαμόγελό τους δεν ήταν μια αντίδραση στο φως ή στο σκοτάδι. Το χαμόγελό τους ήταν το ίδιο το πέταγμά τους. Το πέταγμα, η διαρκής πορεία για την ίδια την πορεία, αυτό είναι το νόημα της ζωής τους.
Το πέταγμα τους, το χαμόγελό τους, είναι η πορεία σε ευθεία γραμμή με την έρημο.
Και το σκοτάδι γύρω μου (ούτε το φως, εξάλλου) δεν καταλάγιασε. Απλώς, κάπου κάπου, μια και δεν είμαι προφανώς πουλί,
νιώθω λίγο λιγότερο ότι τα επιθυμώ και ότι τα φοβάμαι.