Το πρώτο μου φωτογραφικό βιβλίο, από τις εκδόσεις “Blurb”.
My first photobook, from “Blurb” editions.
https://www.youtube.com/watch?v=BzdjS22B6os
Το πρώτο μου φωτογραφικό βιβλίο, από τις εκδόσεις “Blurb”.
My first photobook, from “Blurb” editions.
https://www.youtube.com/watch?v=BzdjS22B6os
To Paraskevi
https://www.youtube.com/watch?v=auD7AlDrHgI&t=808s
“the futility of keeping quiet and
waiting
without wonder for when and why
spring
never comes and winter never
goes”
extract from the book of Roy DeCarava , “The sound I saw”
https://www.youtube.com/watch?v=FTlKzkdtW9I
https://www.youtube.com/watch?app=desktop&v=_lEubxn7Tec&embeds_referring_euri=https%3A%2F%2Frexvalrexblog.wordpress.com%2F&feature=emb_imp_woyt
https://en.wikipedia.org/wiki/Els_Segadors
Pourquoi faut-il qu'un Zorino s'en aille
Pourquoi faut-il mourir après la nuit
Pourquoi faut-il qu'un Zorino s'en aille
Qu'un Zorino quitte déjà la vie
Je n'étais rien encore
Et je ne se rai plus rien
J'aimerais être fort
Pour entrer dans le noir
On a eu beau me dire
Que l'on vit pour la mort
J'aimerais tant vieillir
Plus longtemps que ce soir
Pourquoi faut-il qu'un Zorino s'en aille
Pourquoi faut-il qu'il meure après la nuit
Pourquoi faut-il qu'un Zorino s'en aille
Qu'un Zorino quitte déjà la vie.
Ανάγκη ποια, να παύσει ένας Ζορίνο;
Ανάγκη ποια, να φύγω απ’ την αυγή;
Ανάγκη ποια, να παύσει ένας Ζορίνο;
Ο Ζορίνο, να σβήσει απ’ τη ζωή;
Δεν έγινα κανείς μέχρις εδώ
πλέον ως κανείς δεν θα υπάρχω καν.
Θα ήθελα να είν’ αληθινό
τ’ ότι γενναία περνώ στη σκοτεινιά.
Μάταια μου ‘παν ξανά και ξανά
ότι ως ζωή τον θάνατο ζητώ.
Πώς θα ‘θελα το σώμα να γερνά
σαν λείψει ο χρόνος που’ χει η βραδιά…
Ανάγκη ποια, να παύσει ένας Ζορίνο;
Ανάγκη ποια, να φύγει απ’ την αυγή;
Ανάγκη ποια, να παύσει ένας Ζορίνο;
Ο Ζορίνο, να σβήσει απ’ τη ζωή…
https://youtu.be/XNamXSHrnHE?si=i2M9X6mNN5qjNGpV
(απόδοση στα ελληνικά: Κίμων Σέρβος, all rights reserved)
“Gods, judge me not as a God, but a man whom the Ocean has broken.”’
Rudyard Kipling, ” the manner of men”
https://youtu.be/myNrbiFXBug?si=GAQz1EkkfJcJx8jW
[..]
“Είδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια·
προσπάθησε να το τρυπήσει."
[..]
https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/mythology/browse.html?text_id=911
“The mind is its own place, and in itself can make a heaven of hell, a hell of heaven..”
John Milton, Paradise Lost
"When you put people together — Palestinians, Israelis, Iraq, Morocco — they enjoy the music together," he says. "They sing songs, and they are so happy together. My reflection is, 'Why do we have such difficulty in reality?' We never give enough space to these aspects of the culture. We can share. We can be together."
Jordi Savall
https://www.npr.org/2010/05/03/126390261/jordi-savall-traces-jerusalems-history-in-music
https://www.youtube.com/watch?v=N4HRIosG_xM
https://www.youtube.com/watch?v=PzyKvKZO5z8&list=OLAK5uy_mvealxUhNSnIziqwKE2WXN5PpJr-vNC8E&index=3
https://www.youtube.com/watch?v=2MqdTkCKYiw
https://www.youtube.com/watch?v=eh9WayN7R-s
https://www.youtube.com/watch?v=p_0RZ4WzFUg&list=RDMMOWBY_XxiIOo&index=22
“For who would dare to assert that eternal happiness can compensate for a single moment's human suffering”
― Albert Camus, The Plague
“[..]And as the desert offers no tangible riches, as there is nothing to see or hear in the desert, one is compelled to acknowledge, since the inner life, far from falling asleep, is fortified, that man is first animated by invisible solicitations. Man is ruled by Spirit. In the desert I am worth what my divinities are worth.[..]”
Antoine de Saint-Exupéry, Letter to a Hostage
1.
Προχωράς μέσα στην έρημο και ζητάς ένα πηγάδι, μόνο που η έρημος είναι οι γύρω άνθρωποι και το πηγάδι ο φακός που θα διασχίσει το σκοτάδι πάνω από την πόλη. Και τότε, κοιτάς ένα χαμόγελο, και η προσμονή μιας κοινότητας χαράζει πάλι μέσα απ’ την οδύνη.
Για χρόνια έψαχνα να βρω αυτό το χαμόγελο. Κοίταξα κάτω από τα παιδικά σεντόνια, μα βρήκα μόνο αναμνήσεις από όνειρα, και ήθελα να μη θυμάμαι όνειρα όπου η απουσία των χαμόγελων γινότανε σχεδόν ειρωνική. Πήγα στην εξοχή και είναι αλήθεια ότι τα δέντρα με άγγιξαν, αλλά όταν ζήτησα να τα αγγίξω εγώ δεν είχαν μάτια για να τα καθρεφτίσω. Ζήτησα να δανειστώ το λυχνάρι των δασκάλων, μα αυτοί με αντιμετώπισαν σαν τζίνι άτακτο, και αντί να μου ευχηθούν προσπάθησαν εντός του εσώκλειστο να με κρατήσουν. Έψαξα παθιασμένα φίλους, μα αυτοί θυμούνταν μόνο πώς χαμογελάμε στο κεφάλι, όχι το πώς χαμογελάμε μέσα στην καρδιά. Ξεκοκάλισα τις Φιλοσοφίες, τις Τέχνες, τις Θρησκείες. Κι όλες πως ήταν, ένιωσα, με το πρώτο γράμμα μικρό, αντί για κεφαλαίο.
Και το χαμόγελό μου έψαχνε το φεγγάρι να το συντροφέψει. Και το σκοτάδι απλωνότανε μες στην ψυχή μου, και πάνω από τις πόλεις των ανθρώπων…
Μέχρι που βρήκα έναν φακό.
Και λίγο αργότερα έναν δεύτερο. Και έναν τρίτο.
Και τότε σκέφτηκα μήπως το χαμόγελο πάντα υπήρχε και απλώς εγώ, αιώνιος μύωπας, δεν είχα όραση για να το διακρίνω. Οπότε έβαλα μπροστά στο πρόσωπό μου τους φακούς που είχα βρει.
Και βγήκα πάλι μες στην έρημο να το αναζητήσω…
2.
Θυμήθηκα τα λόγια ενός Γερμανού φιλόσοφου και στράφηκα προς τα παιδιά. Ήθελα να τα παρατηρήσω με τον πρώτο μου φακό, να μάθω αν μου ξέφυγε κάποιο από τα χαμόγελά τους τα προηγούμενα χρόνια. Και, όπως περίμενα, είδα ξανά στιγμές σκληρότητας, και φόβου και δακρύων. Ανάμεσα όμως σε αυτές είδα και γέλια ανοιξιάτικα, γεμάτα από την ζέση ενός Απρίλη που φωνάζει: «έλα να παίξουμε μαζί στα κύματα κι εγώ θα σου χαρίσω το ακρογιάλι».
Και ποιος θα άφηνε το σπίτι του, γεμάτο από γλυκά και ζεστές κούκλες, για να παίξει με τα κύματα μέσα στην άνοιξη; Μόνο ένα παιδί.
Οι μεγάλοι το λένε ξεγνοιασιά. Αλλά είναι κάτι βαθύτερο. Είναι το χαμόγελο μπροστά στη δροσιά της ζωής. Είναι οι καθημερινές νέες αποφάσεις ζωής και θανάτου, όπου, όπως λες μια μέρα στους μεγάλους ότι όταν μεγαλώσεις θα γίνεις πιλότος, γιατί αυτή είναι η σημαντικότερη δουλειά του κόσμου και την επόμενη η σημαντικότερη δουλειά έχει γίνει ο υδραυλικός ή η δασκάλα, έτσι και τη μια μέρα η πλήρης, η ολάκερή σου έγνοια είναι να δεις μια φίλη σου και την επόμενη να φτιάξεις ένα κάστρο από ευτελή τουβλάκια. Την πορεία προς ένα αέναο και παράλληλα εναλλασσόμενο φως, αυτό το χαμόγελο βρήκα και θαύμασα στα παιδιά.
Αλλά το σκοτάδι δεν έλεγε να φύγει. Κι εγώ δεν ήμουν πια παιδί. Και έτσι αποφάσισα να συνεχίσω το ταξίδι μου.
3.
Θυμήθηκα το λόγια ενός Γάλλου φιλοσόφου και στράφηκα προς τους ενήλικες. Με ενήλικες είχα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, με ενήλικες κυρίως είχα πονέσει, με ενήλικες είχα κλάψει, ενήλικες είχα ερωτευτεί. Οι ενήλικες καθόριζαν την έρημο της ζωής μου. Ως εκ τούτου, δεν τους είχα πια μεγάλη εμπιστοσύνη. Αποφάσισα να πάρω τον δεύτερο φακό μου για να τους παρατηρήσω πιο αντικειμενικά.
Οι περισσότεροι ήταν όπως τους θυμόμουν. Χαμένοι μέσα στο σκοτάδι που με τύλιγε κι εμένα, συχνά μπροστά σε οθόνες που τους βοηθούσαν κάπως να το απαλύνουν, κάποτε αλαζονικοί, συχνά πικρόχολοι. Είδα όμως, λίγους είναι η αλήθεια, με χαμόγελο, διαφορετικό από αυτό των παιδιών. Σε αυτούς τους ενήλικες και σε αυτό το χαμόγελο στάθηκα λίγο παραπάνω.
Τι κρύβει ένα ενήλικο χαμόγελο; Κρύβει ένα χαμόγελο όχι προς το φως, όπως του παιδιού, αλλά παρά τη δύναμη του σκοταδιού. Ένα χαμόγελο, που νιώθει ότι δεν χρειάζεται πλέον το φως, όσο και αν το πονάει η έλλειψή του, για να υπάρξει και που υπάρχει ολάκερο στο ατύχημα, τον χωρισμό, τη μοναξιά, το θάνατο. Ένα χαμόγελο που φέγγει μπρος στα πάθη και τα βάσανα και των άλλων, εκτός από τα προσωπικά, γιατί αναγνωρίζει ότι όλοι μας βαδίζουμε στην έρημο συνοδοιπόροι και πως ποτέ δεν θα ξεφύγουμε από το σκοτάδι. Ένα χαμόγελο που τους δίνει τη δύναμη, παρά την έρημο, να ζουν.
Όμως εγώ δεν είχα τη δύναμη να αντέξω το σκοτάδι όπως αυτοί οι μεγάλοι. Και το χαμόγελό μου σκοτείνιασε όσο ποτέ πριν. Και, με βαριά καρδιά, αποφάσισα να συνεχίσω για μια τρίτη και τελευταία φορά το ταξίδι μου προς το χαμόγελο.
4.
Και θυμήθηκα τις ζωγραφιές ενός Ιταλού καλλιτέχνη και στράφηκα προς τα πουλιά. Δεν περίμενα να τα δω να χαμογελάνε, άλλωστε το πρόσωπό τους δεν έχει μιμικούς μυς (δύσκολη φράση που έμαθα στα χρόνια των σπουδών μου). Παρόλα αυτά, πήρα τον τρίτο μου φακό και πήγα να τα φωτογραφίσω.
Στην αρχή δεν καταλάβαινα τίποτα. Το μόνο που έκαναν (ή μου φαινόταν ότι έκαναν) ήταν συχνά να κάθονται σε μια φωλιά, συχνά με ταίρι ή με μια οικογένεια, συχνά πολλά μαζί, κάποτε μόνα, συχνά να ψάχνουν για τροφή, με άλλοτε άλλη συχνότητα να πετούν. Σίγουρα πάντως δεν έβλεπα ούτε ένα να χαμογελάει, όσο και αν κοίταζα τα ράμφη τους προσεκτικά. Και μετά, χάρη στον φακό, το είδα.
Πετούσαν, όχι προς τον ουρανό ή κόντρα στην άβυσσο, αλλά ανάμεσα στα δυο. Και το χαμόγελό τους δεν ήταν μια αντίδραση στο φως ή στο σκοτάδι. Το χαμόγελό τους ήταν το ίδιο το πέταγμά τους. Το πέταγμα, η διαρκής πορεία για την ίδια την πορεία, αυτό είναι το νόημα της ζωής τους.
Το πέταγμα τους, το χαμόγελό τους, είναι η πορεία σε ευθεία γραμμή με την έρημο.
Και το σκοτάδι γύρω μου (ούτε το φως, εξάλλου) δεν καταλάγιασε. Απλώς, κάπου κάπου, μια και δεν είμαι προφανώς πουλί,
νιώθω λίγο λιγότερο ότι τα επιθυμώ και ότι τα φοβάμαι.
https://www.youtube.com/watch?v=vNXfx5eoviw
To Paraskevi…
Άκου έν’ όνειρο, ψυχή μου,
Και της ομορφιάς θεά∙
Μου εφαινότουν οπώς ήμουν
Μετ’ εσένα μία νυχτιά.
Σ’ ένα ωραίο περιβολάκι
Περπατούσαμε μαζί,
Όλα ελάμπανε τ’ αστέρια
Και τα κοίταζες εσύ.
Εγώ τ’ σο’ ’λεα: «Πέστε, αστέρια,
Είν’ κανέν’ από τ’ εσάς,
Που να λάμπει από κει απάνου
Σαν τα μάτια της κυράς;
Πέστε αν είδετε ποτέ σας
Σ’ άλλη, τέτοια ωραία μαλλιά,
Τέτοιο χέρι, τέτοιο πόδι,
Τέτοια αγγελική θωριά;
[…]
Εσύ έκαμες ετότες
Γέλιο τόσο αγγελικό,
Που μου φάνηκε πως είδα
Ανοιχτό τον ουρανό.
Και παράμερα σ’ επήρα
Εισέ μια τρανταφυλλιά
Κι έπεσά σου αγάλι αγάλι
Στην ολόλευκη αγκαλιά.
Κάθε φίλημα, ψυχή μου,
Όπου μο’ ’δινες γλυκά,
Εξεφύτρωνε άλλο ρόδο
Από την τρανταφυλλιά.
Όλη νύχτα εξεφυτρώσαν,
Ως οπού ’λαμψεν η αυγή,
Που μας ηύρε και τους δυο μας
Με την όψη μας χλωμή.
Τούτο είν’ τ’ όνειρο, ψυχή μου∙
Τώρα στέκεται εις εσέ,
να το κάμεις ν’ αληθέψει
και να θυμηθείς για με.
https://www.youtube.com/watch?v=YGXUvaNJenY
https://www.youtube.com/watch?v=bJVmS4OmPEw&list=RDAky4H7iSWUw&index=2
My heart is wasted with my woe, Oriana.
There is no rest for me below, Oriana.
When the long dun wolds are ribb'd with snow,
And loud the Norland whirlwinds blow, Oriana,
Alone I wander to and fro, Oriana.
Ere the light on dark was growing, Oriana,
At midnight the cock was crowing, Oriana:
Winds were blowing, waters flowing,
We heard the steeds to battle going, Oriana;
Aloud the hollow bugle blowing, Oriana.
In the yew-wood black as night, Oriana,
Ere I rode into the fight, Oriana,
While blissful tears blinded my sight
By star-shine and by moonlight, Oriana,
I to thee my troth did plight, Oriana.
She stood upon the castle wall, Oriana:
She watch'd my crest among them all, Oriana:
She saw me fight, she heard me call,
When forth there stept a foeman tall, Oriana,
Atween me and the castle wall, Oriana.
The bitter arrow went aside, Oriana:
The false, false arrow went aside, Oriana:
The damned arrow glanced aside,
And pierced thy heart, my love, my bride, Oriana!
Thy heart, my life, my love, my bride, Oriana!
Oh! narrow, narrow was the space, Oriana.
Loud, loud rung out the bugle's brays, Oriana.
Oh! deathful stabs were dealt apace,
The battle deepen'd in its place, Oriana;
But I was down upon my face, Oriana.
They should have stabb'd me where I lay, Oriana!
How could I rise and come away, Oriana?
How could I look upon the day?
They should have stabb'd me where I lay, Oriana
They should have trod me into clay, Oriana.
O breaking heart that will not break, Oriana!
O pale, pale face so sweet and meek, Oriana!
Thou smilest, but thou dost not speak,
And then the tears run down my cheek, Oriana:
What wantest thou? whom dost thou seek, Oriana?
I cry aloud: none hear my cries, Oriana.
Thou comest atween me and the skies, Oriana.
I feel the tears of blood arise
Up from my heart unto my eyes, Oriana.
Within my heart my arrow lies, Oriana.
O cursed hand! O cursed blow! Oriana!
O happy thou that liest low, Oriana!
All night the silence seems to flow
Beside me in my utter woe, Oriana.
A weary, weary way I go, Oriana.
When Norland winds pipe down the sea, Oriana,
I walk, I dare not think of thee, Oriana.
Thou liest beneath the greenwood tree,
I dare not die and come to thee, Oriana.
I hear the roaring of the sea, Oriana.
Poem by Alfred Lord Tennyson
To John Fourikis…
https://www.youtube.com/watch?v=P4ARNBdF7p8
https://www.youtube.com/watch?v=O4mQqVqRB7I